- υπουργήσιμος
- -η, -ο, Ναυτός που είναι πιθανόν να γίνει υπουργός («ο τάδε φέρεται ως υπουργήσιμος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπουργώ + κατάλ. -σιμος (πρβλ. συζητή-σιμος). Η λ., στον πληθ. ὑπουργήσιμοι, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.